-
1 завод
1. (предприятие) το εργοστάσι/ο* *владелец - а ο εργοστασιάρχηςэксплуатация - а λειτουργία/εκμετάλλευση του - ουвагоноремонтный - επισκευής οχημάτων/βαγονιώνвагоностроительный - κατασκευής σιδηροδρομικών οχημάτων/βαγονιώνкирпичный - το πλινθοποιείο, το πλινθείοметаллургический - η μεταλλουργία, μεταλλουργικό -нефтеперегонный{}нефтеперерабатывающий{} - διύλισης πετρελαίου, τα διυλιστήριαпивоваренный - ζυθοποιίας, το ζυθοποιείοсталелитейный - η χαλυβουργία, το χαλυβουργείοсталеплавильный см. сталелитейный -стекольный - η υαλουργία, το υαλουργείοтракторный - κατασκευής γεωργικών ελκυστήρων/τρακτέρтракторостроительный - κατασκευής ελκυστήρων/τρακτέρтруболитейный - το χυτήριο σωλήνων, η σωληνοποιίατο σωληνοποιείο, η σωληνουργίαтрубопрокатный - см. труболитейный -цементный - τσιμέντου/κονιάματος, η τσεμεντοποιίαчугунолитейный - χύτευσης/παραγωγής χυτοσιδήρουчугуноплавильный - см. чугунолитейный -2. (приведение в действие механизма) το κούρδισμα 3. (приспособление в механизме) το κουρδιστήρι 4. (срок действия заведённого механизма) η διάρκεια κουρδίσματος 5. (конный) το ιπποτροφείο, ο ιπποφορβείο б.(рыбоводный) το ιχθυοτροφείο. завод-изготовитель το εργοστάσιο-κατασκευαστής, η κατασκευαστική μονάδα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > завод
-
2 экономист
экономистж1. ὁ οίκονομολόγος:инженер· \экономист μηχανικός-οίκονομρλόγος·2. (сторонник экономизма) ὁ ὁπαδός τοῦ οἰκονομισμού. -
3 распоряжение
-я ουδ.1. διαταγή• διάταξη• εντολή•правительственное распоряжение κυβερνητική εντολή•
отдать распоряжение δίνω διαταγή•
получить παίρνω διαταγή•
распоряжение о выдаче денег εντολή καταβολής χρημάτων•
по -ю директора κατά διαταγή του διευθυντή.
2. διαχείριση, κουμάντο•распоряжение изяществом διαχείριση της περ ιουσιας•
передать вопрос в распоряжение директора παραπέμπω το ζήτημα στην αρμοδιότητα ή τη δικαιοδοσία του διευθυντή.
εκφρ.в распоряжение кого-чего – στη διάθεση•инженер послан в распоряжение начальника строительства – ο μηχανικός στάλθηκε στη διάθεση του διευθυντή οικοδομών•иметь в -и – έχω στη διάθεση•находиться в -и – είμαι στη διάθεση ή υποταγή. -
4 главный
επ.κύριος, πρώτιστος, βασικός• κεφαλαιώδης, ουσιώδης•-ая идея книги η κύρια ιδέα του βιβλίου•
-ые силы противника οι κύριες δυνάμεις του αντίπαλου•
это самое -ое αυτό είναι το κυριότερο.
|| γενικός•-ая квартира το γενικό στρατηγείο•
главный инженер ο γενικός μηχανικός, αρχιμηχανικός•
главный врач ο αρχίατρος•
главный редактор αρχισυντάκτης.
εκφρ.- ое предложение – (γραμμ.) κύρια πρόταση•- ая книга – (λογιστ.) το καθολικό (βιβλίο)•- ым образом – κυρίως, κατά κύριο λόγο, κατά πρώτο, βασικά•- ое дело – πρώτο και κύριο, ιδιαίτερα σοβαρό, πολύ ουσιώδες. -
5 минута
-ы θ.1. (πρώτο) λεπτό της ώρας•он придёт через пять -ут αυτός θα έρθει μετά από πέντε λεπτά•
сию -у αυτό το λεπτό, αμέσως, πάραυτα•
подождите -у περιμένετε ένα λεπτό•
с -ы на -у από λεπτό σε λεπτό.
2. η στιγμή•роковая минута μοιραία στιγμή•
решительная минута αποφασιστική στιγμή•
в первую -у он поколебался στην αρχή αυτός ταλαντεύτηκε•
в данную -у στη δοσμένη στιγμή•
на -у (για) μια στιγμή, ένα λεπτό•
настоящая минута αυτή η στιγμή•
в ту же -у; в ту самую -у την ίδια στιγμή•
в свободную -у όταν θα είμαι ελεύθερος (δε θα είμαι απασχολημένος).
3. επίρ. -ами πότε-πότε, κάποτε-κάποτε, που και που.4. η οξεία (´) ως υποδιαίρεση.εκφρ.в одну -у – την ίδια στιγμή, αυτοστιγμεί•в -у – στο λεπτό, αμέσως• (одну) -у ένα λεπτό (παράκληση αναμονής)•в добрую -у – στα καλά του, στην καλή του (σε ήρεμη κατάσταση)•- у внимания – ένα λεπτό προσοχή (παράκληση)•без пяти -ут – στα πρόθυρα, πολύ κοντά•без пяти -ут инженер – οσονούπω θα γίνει μηχανικός•как одна минута (пройти, пролететь) – πολύ γρήγορα (όπως περνά ένα λεπτό). -
6 стройтель
стройтел||ьм ὁ κτίστης, ὁ οἰκοδόμος, ὁ χτίστης:инженер-\стройтель ὁ πολιτικός μηχανικός· \стройтельи коммунизма οἱ οἰκοδόμοι τοῦ κομμουνισμοί). -
7 забить
-бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.1. μπήγω, καρφώνω•забить сваю μπήγω πάσσαλο•
забить гвозды χτυπώ καρφιά•
забить клин βάζω σφήνα.
(αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•
забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).
2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•
забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•
забить проход εμφράζω τη δίοδο.
|| μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.
3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.
|| ξεπερνώ, υπερτερώ•этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.
6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).7. αρχίζω να χτυπώ•-ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•
забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.
|| αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.εκφρ.забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.
2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)3. μπουκώνω, βουλώνω•труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.
|| αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
|| χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.